- χέρνιβι
- χέρνιψwater for washing the handsfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek
χέρνιβ' — χέρνιβα , χέρνιβον neut nom/voc/acc pl χέρνιβα , χέρνιψ water for washing the hands fem acc sg χέρνιβι , χέρνιψ water for washing the hands fem dat sg χέρνιβε , χέρνιψ water for washing the hands fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)